- συμπεριφέρομαι
- συμπεριφέρωcarry round along withpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρθηκα βλ. πίν. 218 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπεριφέρομαι — ΝΑ βλ. συμπεριφέρω … Dictionary of Greek
συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρθηκα, δείχνω διαγωγή: Συμπεριφέρθηκε με ευγένεια στους επισκέπτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα … Dictionary of Greek
γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα … Dictionary of Greek
δασκαλοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός δάσκαλος … Dictionary of Greek
κακοφέρνομαι — συμπεριφέρομαι άσχημα, απότομα και υβριστικά σε κάποιον … Dictionary of Greek
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γάιδαρος, είμαι χυδαίος, αγενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γέρος: Ο πατέρας μου άρχισε να γεροντοφέρνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)